μάκκορ

μάκκορ
μάκκορ· ἐργαλεῖον γεωργικὸν ὡς δίκελλα, Hsch.; cf. μάκελλα. [full] μακκούρᾳ· χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους, Id. [full] μᾶκος, τό, [dialect] Dor.for μῆκος. [full] μακούνιον· δίκτυον κιχλῶν, ὅπερ τινὲς νεφέλην, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάκκορ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐργαλεῑον γεωργικὸν ὡς δίκελλα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τις λ. μακέλη / μάκελλα* και μακκούρα*] …   Dictionary of Greek

  • μακκούρα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χειρὶ σιδηρᾷ ᾗ χρῶνται πρὸς τοὺς ἵππους». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. μακέλη / μάκελλα* και μάκκορ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”